- ἀόργητος
- ἀόργητοςnot irasciblemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αόργητος — ἀόργητος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει οργή, που δεν μπορεί να οργιστεί 2. όποιος συγκρατεί την οργή του, ψύχραιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + οργητος, εκτεταμένος τ. του οργος (< οργή), κατά το άνοος ανόητος (πρβλ. δυσόργητος κ.λπ.)] … Dictionary of Greek
ἀοργητότατον — ἀόργητος not irascible masc acc superl sg ἀόργητος not irascible neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοργήτως — ἀόργητος not irascible adverbial ἀόργητος not irascible masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀόργητον — ἀόργητος not irascible masc/fem acc sg ἀόργητος not irascible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοργητότατοι — ἀόργητος not irascible masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοργήτου — ἀόργητος not irascible masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοργήτους — ἀόργητος not irascible masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοργήτων — ἀόργητος not irascible masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοργήτῳ — ἀόργητος not irascible masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀόργητοι — ἀόργητος not irascible masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)